Ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα υπήρξε από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Κουβανικής Επανάστασης και καθοδηγητικό στέλεχος στην κομουνιστική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο. Γιος του Ερνέστο Γκουεβάρα Λιντς, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο, δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Αργεντινής.
Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και η μητέρα του Σέλια ντε λα Σέρνα τον ονόμασε Ερνέστο προς τιμή του άνδρα της. Στο σπίτι τον αποκαλούσαν Τετέ, ενώ το όνομα Τσε το απέκτησε αργότερα. Οι ειδήμονες υποστηρίζουν ότι το "τσε" οι Αργεντινοί το δανείστηκαν από τους Ινδιάνους Γκουαρανί, στη διάλεκτο των οποίων σήμαινε "δικό μου". Οι κάτοικοι όμως των πάμπας το χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν ποικίλα συναισθήματα, όπως χαρά, λύπη. Οι Κουβανοί επαναστάτες, που είχαν ιδιαίτερη αγάπη σ` αυτό το επιφώνημα, φώναζαν τον Γκουεβάρα, Ερνέστο Γκουεβάρα Τσε, ώσπου το επιφώνημα αυτό έγινε το μαχητικό του ψευδώνυμο, με το οποίο κατέστη γνωστός σ` όλο τον κόσμο. Για τον ίδιο, το "Τσε" ήταν το πιο αγαπημένο όνομα στη ζωή του. Στις 2 Μαΐου 1930 ανακαλύπτουν ότι ο Τσε υποφέρει από άσθμα και για το λόγο αυτόν περνά τα πρώτα μαθητικά του χρόνια στο σπίτι. Αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο της Άλτα Γκράσια, αλλά με διαλείμματα. Όλα αυτά τα χρόνια διάβαζε πολλά από τα χιλιάδες βιβλία που είχαν οι γονείς του. Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν ο Σαλγκάρι, ο Ιούλιος Βερν, ο Δουμάς, ο Ουγκώ, ο Τζακ Λόντον, ο Θερβάντες, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ποιήματα του Πάμπλο Νερούντα. Στο σακίδιό του μαζί με το "Βολιβιανό Ημερολόγιο" βρέθηκε και ένα τετράδιο με αγαπημένα του ποιήματα. Από πολύ νωρίς ο Τσε έδειξε ενδιαφέρον για τα προβλήματα που μάστιζαν τον κόσμο. Το 1948 πέρασε τις διακοπές του δουλεύοντας στο λεπροκομείο του Σαν Φρανσίσκο ντε Σανάρ, στα ορεινά της Κόρδοβα. Το ερώτημα που τον βασάνιζε κάθε μέρα και περισσότερο ήταν πώς τελικά θ` αλλάξει τη ζωή των λαών της Λατινικής Αμερικής προς το καλύτερο, πώς θα τους απαλλάξει από τη φτώχεια και τις αρρώστιες, πώς θα τους απελευθερώσει από την καταπίεση των μεγάλων γαιοκτημόνων, των καπιταλιστών και των ξένων μονοπωλίων. Μ` αφορμή την αναζήτηση απάντησης στα ερωτήματά του στο τελευταίο έτος της ιατρικής (Σεπτέμβριος 1951) δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση του Αλμπέρτο Γκρανάντος ή Μιάλ να επισκεφθούν μαζί τα αντιλεπρικά θεραπευτικά ιδρύματα των γειτονικών τους χωρών. Η περιπλάνηση άρχισε στις 29 Δεκεμβρίου 1951. Ξεκίνησαν με μοτοσικλέτα απ` τη Χιλή. Ταλαιπωρήθηκαν αρκετά, γιατί το δίτροχο Ροσινάντε χαλούσε συνέχεια. Τα λεφτά τελείωσαν σύντομα και αναγκάστηκαν πολλές φορές να δουλέψουν για να εξασφαλίσουν φαγητό. Επισκέφτηκαν το Πετρομπούε, το Οσόρο, τη Βαλντίβια και στις 18 Φλεβάρη 1952 έφτασαν στη χιλιανή πόλη Τεμούκο και από εκεί στο Βαλπαραΐσο. Κοντά στο Σαντιάγκο η μηχανή χάλασε και χρησιμοποιώντας περαστικά μεταφορικά μέσα συνέχισαν ως το Περού, όπου είδαν από κοντά την άθλια κατάσταση διαβίωσης των Ινδιάνων Κετσούα και Εμάρα, ενώ στο Κούσκο ο Ερνέστο ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τη μελέτη του παρελθόντος των Ίνκας. Στην πορεία ο Τσε αρρώστησε σοβαρά, αλλά με τη σιδερένια του θέληση κατόρθωσε να αναρρώσει γρήγορα στο νοσοκομείο του Ικιτός και να συνεχίσουν το ταξίδι στον Αμαζόνιο προς την κατεύθυνση του Σαν Πάμπλο. Ασχολήθηκαν με τη θεραπεία των αρρώστων του αντιλεπρικού θεραπευτηρίου της πόλης και οι ασθενείς για να τους ευχαριστήσουν τους έφτιαξαν μια σχεδία με το όνομα Μάμπο-Τάγκο, για να φτάσουν στο Λετίσι, λιμάνι στις όχθες του Αμαζονίου. Όταν έφτασαν εκεί, επειδή απ` την ταλαιπωρία ήταν σε άσχημη κατάσταση, κίνησαν υποψίες και τους φυλάκισαν. Ο διευθυντής της αστυνομίας έμαθε ότι είναι Αργεντινοί και τους πρότεινε σε αντάλλαγμα της ελευθερίας τους να προπονήσουν την τοπική αθλητική ομάδα. Όταν η ομάδα νίκησε σε κάποιον αγώνα, οι οπαδοί της τους πρόσφεραν αεροπορικά εισιτήρια για την Μπογκοτά, πρωτεύουσα της Κολομβίας. Κι εκεί όμως τους φυλάκισαν. Κάποιοι γνωστοί φοιτητές μάζεψαν χρήματα και τους βοήθησαν να φτάσουν στην Κουκούτα, πόλη στα σύνορα της Βενεζουέλας. Από εκεί πέρασαν στη Βενεζουέλα και στις 14 Ιουλίου 1952 έφτασαν στην πρωτεύουσα Καράκας. Το ταξίδι του με τον Γκρανάντος συντέλεσε στην αποφασιστική στροφή του Γκουεβάρα στην πολιτική. Ο Τσε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για ν` αλλάξει κανείς τη μοίρα των λαών της Λατινικής Αμερικής και για να τους απελευθερώσει από τον ιμπεριαλισμό ήταν επιτακτική ανάγκη να γίνει κοινωνική επανάσταση. Κατάλαβε ακόμη ότι η Αμερική ήταν μια ήπειρος με πολιτιστική και οικονομική ενότητα και όχι ένα σύνολο χωριστών εθνών, γι` αυτό και χρειαζόταν κοινή στρατηγική. Μετά από τη συνάντηση με τον Φιντέλ Κάστρο, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στην Αργεντινή ξέσπασε στρατιωτικό πραξικόπημα και ανατράπηκε ο Περόν. Οι αρχές πρότειναν στους αντιπάλους του να επιστρέψουν στο Μπουένος Άιρες, αλλά ο Τσε που ανήκε σ` αυτούς δε δέχτηκε. Τον είχε απορροφήσει η αποστολή στην Κούβα και άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σιγά σιγά οι επαναστάτες αντάρτες άρχισαν να πληθαίνουν με τη συμμετοχή ντόπιων χωρικών, αλλά και την υποστήριξη διανοούμενων και εργατών. Πέτυχαν την πρώτη νίκη στις 16 Νοεμβρίου 1956, όταν κατέλαβαν το στρατιωτικό φυλάκιο στον ποταμό Λα Πλάτα. Στην επιχείρηση αυτή συμμετείχε και ο Τσε. Οι μάχες συνεχίζονται. Σε μια απ` αυτές, στις 8 του Οκτώβρη 1967, στη στενή κοιλάδα Γιούρο, ο Τσε τραυματισμένος αιχμαλωτίζεται. Στις 9 του Οκτώβρη 1967, ημέρα Δευτέρα, γύρω στις 1.30 το μεσημέρι, στο χωριό Ιγκέρα, οι "Ρέιντζερς", πράκτορες της CIA, τον εκτέλεσαν με διαταγή της βολιβιανής χούντας. Στις 15 του Οκτώβρη ο Φιντέλ Κάστρο σε ομιλία του από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση επιβεβαίωσε τον τραγικό θάνατο του Τσε και όρισε 30 ημέρες πένθος. Η ημέρα θανάτου του (8 Οκτώβρη) ανακηρύχθηκε "Μέρα του ήρωα αντάρτη". Ο εκτελεστής του ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν, που έδωσε μάχη με τους συναδέλφους του για το ποιος θα έχει την τιμή να σκοτώσει τον διακεκριμένο αιχμάλωτο. Με διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, τον πυροβόλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι σκοτώθηκε σε μάχη.Η σορός του 39χρονου επαναστάτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε για να επιδειχθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Ακολούθως, ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών.
Ο μύθος του Τσε άρχισε να εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα σ` όλο τον κόσμο. Αμέσως μετά το θάνατό του πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για το θάνατό του, δημοσιεύθηκαν άρθρα, γράφτηκαν ποιήματα. Τον Ιούνιο του 1968 κυκλοφόρησε στην Αβάνα η πρώτη έκδοση του "Βολιβιανού Ημερολογίου" που μοιάζει να γράφτηκε με το αίμα αυτού του επαναστάτη. Δίκαια ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ τον χαρακτήρισε ως τον "πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο της εποχής μας". Ως πνευματικός άνθρωπος πίστευε ότι πρέπει να αγωνιστεί για όλους τους πολιτικά ανελεύθερους και οικονομικά καταπιεσμένους. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολίτη όλων των κρατών. Χαρακτηριστικά την ημέρα της σύλληψής του είχε πει "Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, Εκουαδοριανός κ.ο.κ.". Είχε χρέος να παλέψει για όλους. Τον Οκτώβρη του 1997, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Τσε εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς ανθρώπους. Στη Βαλεγκράντε, την πόλη που βρέθηκαν τα οστά του, αλλά και στην Κούβα, εκατοντάδες κάτοικοι γιόρτασαν την επέτειο του θανάτου του μ` έναν ιδιαίτερο τρόπο, που θύμιζε περισσότερο παραδοσιακό πανηγύρι. Στα πλαίσια αυτών των γιορτασμών ο Φιντέλ Κάστρο ανακοίνωσε ότι ο λαός θα μπορεί να γιορτάζει πλέον ελεύθερα όλα όσα πρέσβευε ο Ερνέστο Γκουεβάρα Τσε. Ο γνωστός σ` όλους Γκεβάρα, το σύμβολο του `68, ο στοχαστής και διανοούμενος, το πολιτικό στέλεχος της Λατινικής Αμερικής, αποτελεί πλέον το παγκόσμιο ίνδαλμα του επαναστάτη που έχει χρέος όχι απλά να υπόσχεται, αλλά "να κάνει την επανάσταση" που θα οδηγήσει τον κόσμο σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης