«Τώρα», φωνάζει ο Λουίς Νταβίλα κοιτώντας το ρολόι. Είναι 11.00 π.μ. ακριβώς. «Τώρα» επαναλαμβάνει η συνάδελφός του Οάναν Μαριάν επιβεβαιώνοντας το σύνθημα. Αρπάζουν σχεδόν ταυτόχρονα τα τσιγάρα τους, ορμούν στο ασανσέρ και πατούν ισόγειο. Προορισμός, ένας μικρός πεζόδρομος που χωρίζει τις δύο πτέρυγες της ασφαλιστικής εταιρείας ΜetLife, ένα από τα τελευταία καταφύγια των καπνιστών της Νέας Υόρκης. Εκεί, στη Λεωφόρο Μάντισον, οι καπνοβιομηχανίες ανακτούν τη λάμψη τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι καπνιστές διαδέχονται ο ένας τον άλλον και μετά το σύντομο διάλειμμά τους γίνονται και αυτοί καπνός. Ενώ απολαμβάνουν τις τζούρες τους, φλυαρούν στο κινητό τους, βυθίζονται στη μοναξιά τους, πηγαίνουν πάνω- κάτω, πιάνουν την κουβέντα. Οι περισσότερες συζητήσεις διαρκούν μέχρι.....
... η καύτρα του τσιγάρου τους να φθάσει στη γόπα. Γνωρίζονται μεταξύ τους φυσιογνωμικά και συνήθως ο χαιρετισμός τους συνοψίζεται σε ένα κούνημα του κεφαλιού ή ένα νεύμα. Τα ονόματα και το προφίλ του καθενός παραμένουν μυστήριο. Η Μαριάν είναι 51 ετών και δοκίμασε το πρώτο της τσιγάρο στην πατρίδα της τη Ρουμανία, σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση λίγο έξω από το Βουκουρέστι. Ο 36χρονος Νταβίλα, που άρχισε το κάπνισμα όσο ήταν μαθητής σε αμερικανικό σχολείο στο Εκουαδόρ, θυμάται να αγοράζει καθημερινά για τον πατέρα του δύο πακέτα. Ο πατέρας της Λίντας Γκριν τη δωροδοκούσε προκειμένου να μην καπνίζει. Εκείνη όμως κάπνιζε ούτως ή άλλως και κρατούσε τα χρήματα. Στον πεζόδρομο- καπνιστήριο συχνάζει και ένας βετεράνος από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Καπνίζει ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα, όμως κάθε πρωί που σηκώνεται από το κρεβάτι του είναι αποφασισμένος να το κόψει. Αγαπημένη συνήθεια Είναι οι εναπομείναντες καπνιστές της Νέας Υόρκης. Εκείνοι που αψήφησαν τις τρομακτικές προειδοποιήσεις για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος και αδιαφόρησαν για το κοινωνικό στίγμα- λόγω του οποίου ο βετεράνος δεν θέλησε να γνωστοποιηθεί το όνομά του. Εκείνοι που υπερασπίστηκαν την αγαπημένη τους συνήθεια, παρά τις θεσμοθετημένες απαγορευτικές πινακίδες στα μπαρ, τα εστιατόρια και τα γραφεία. Εκείνοι που επιμένουν να πληρώνουν τους τεράστιους φόρους, εκ των οποίων ο τελευταίος που ίσχυσε από φέτος το καλοκαίρι ανέβασε την τιμή του πακέτου στα 8,5 ευρώ. Εκείνοι που δεν μπορούν ή απλώς δεν θέλουν να το κόψουν. «Ποτέ δεν υπήρξα μανιώδης καπνιστής», εξηγεί ο Λουίς Νταβίλα σβήνοντας το τσιγάρο του. «Μου αρέσει, αλλά δεν τρελαίνομαι. Επιπλέον, ξέρω ότι μου κάνει κακό». Είναι η συνηθισμένη επωδός όσων σχηματίζουν ουρά στο πεζοδρόμιο για να ρουφήξουν στα γρήγορα τρεις τζούρες. Δεν αισθάνονται σκλάβοι της συνήθειάς τους, επειδή δεν έχουν την ανάγκη να ανάψουν ένα τσιγάρο μετά το φαγητό, στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τη λέξη εθισμός την αποφεύγουν. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη που διεξήγαγε το υπουργείο Υγείας της Νέας Υόρκης, 959.000 ενήλικοι καπνίζουν στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ- αριθμός που αντιστοιχεί στο 15,8% του πληθυσμού. Περίπου οι μισοί εξ αυτών είναι 25 έως 44 ετών. Το 53% είναι άνδρες και το 41% είναι λευκοί. Είναι ενδιαφέρον πως, βάσει της έρευνας, όσοι ζουν στο Μπρονξ ή το Στέιτεν Αϊλαντ παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αρχίσουν κάποια στιγμή το κάπνισμα. Το ίδιο ισχύει και για τους ανέργους, από τους οποίους καπνιστές είναι το 23%. Οι άνεργοι καπνιστές αντιστοιχούν μάλιστα στο 15,5% των καπνιστών και στο 9,3% του συνολικού πληθυσμού. Ολοι ελπίζουν να το κόψουν κάποια στιγμή και είναι σχεδόν περήφανοι που τα νούμερα που τους αφορούν παρουσιάζουν πτώση.
