Η κρίση του συστήματος

Jo Cottenier και Henri Houben
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το τρέχον κραχ είναι συγκρίσιμο μοναχά με αυτό του 1929. Ταυτόχρονα, το κραχ ακολουθήσαν μια σειρά από έτη μεγάλης ύφεσης: πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν, η ανεργία ήταν σε απίστευτα υψηλά επίπεδα, έγιναν περικοπές μισθών και αυξήθηκε η φτώχια. Αυτή ήταν η προειδοποίηση για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα έχει άραγε αυτή η κρίση τις ίδιες....
 δραματικές συνέπειες; Ή θα περιοριστεί; Ξαφνικά, επανήλθαν τα κράτη. Θα είναι αυτό αρκετό, για να απορροφήσει τους κραδασμούς; Σήμερα ακόμη και οι πιο πεισμένοι φιλελεύθεροι απαιτούν περισσότερες ρυθμίσεις για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Μπορεί, όμως, αυτή η κρίση να αποφευχθεί μόνο με την καλύτερη επίβλεψη των σούρτα φέρτα της τραπεζικής βιομηχανίας; Ή υπάρχουν περισσότερα; Για να βρεθούν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να κατανοήσουμε την πηγή της σημερινής κρίσης. Γι’ αυτό θα πρέπει να πάμε πίσω στον χρόνο. Η παγκόσμια οικονομία, σε απελπιστική κατάσταση από το 1973 Οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ασυναγώνιστη παγκόσμια υπερδύναμη. Το κατόρθωσαν καθιστώντας το δολάριο ως το μόνο παγκόσμιο νόμισμα. Μόνο τα δολάρια μπορούσαν να ανταλλάσονται με χρυσό και τα άλλα νομίσματα είχαν σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία με το δολάριο. Η συμφωνία Bretton Woods το 1944 καθιέρωσε αυτές τις ρυθμίσεις. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το πάνω χέρι για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό. Η σπατάλη τους δεν είχε όρια και το τυπογραφικό πιεστήριο δολαρίων δούλευε στο φουλ. Στη Δυτική Ευρώπη στόχος του ακριβού σχεδίου Μάρσαλ ήταν να οικοδομηθεί ένα στέρεο φράγμα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και να φιμωθεί η τοπική αντίσταση. Οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν ένα παρόμοιο σχέδιο βοήθειας στη Νοτιοανατολική Ασία (Κορέα και Ταϊβάν). Η στρατιωτική μηχανή που στήθηκε για να πολεμήσει τους Ναζί τελειοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Οι ΗΠΑ διεξήγαν πολέμους ενάντια στην «κομμουνιστική απειλή» στην Κορέα (1950-1953) και στο Βιετνάμ (1959-1975). Επιπλέον, προσέφεραν τη στήριξή τους στους σιωνιστές συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του εξαήμερου πολέμου (1967) και του πολέμου του Γιόμ Κιπούρ (1973). Η οικονομία των ΗΠΑ την περίοδο του ψυχρού πολέμου συντελούσε στην ταχεία ανάπτυξη, ήταν όμως και πηγή αστάθειας. Η παραγωγικότητα της βιομηχανίας αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς κατά τη χρυσή δεκαετία του εξήντα. Η εργασία και το κεφάλαιο απολάμβαναν σταθερότητα. Με άλλα λόγια, οι μισθοί αυξάνονταν αντίστοιχα με την παραγωγικότητα. Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος (σε ποσοστό εργασίας και κεφαλαίου) παρέμενε σταθερή. Ωστόσο, όλα αυτά δεν συνέβαιναν ομαλά. Το τέλος της δεκαετίας του 60 σήμανε το τέλος αυτής της μακροχρόνιας περιόδου σχετικά σημαντικής και σταθερής ανάπτυξης. Η ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε, πλέον δεν αξιοποιούνταν πλήρως οι παραγωγικές ικανότητες. Οι επενδύσεις δε χρησιμοποιούνταν πλήρως και τα ποσοστά κέδρους μειώνονταν. Τελικά οι αγορές κορέστηκαν. Ήταν καθαρό πως ωρίμαζε μια κρίση υπερπαραγωγής. Το ποτήρι ξεχείλισε, όταν το 1973 τα έθνη του ΟΠΕΚ τετραπλασίασαν τις τιμές του πετρελαίου. Οι τιμές αυξήθηκαν από 2 σε 9 δολάρια το βαρέλι. Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση έλαβε χώρα το 1979, όταν οι τιμές αυξήθηκαν από 13 σε 26 δολάρια και ως το 1982 το κόστος του βαρελιού έφτασε τα 32 δολάρια. Υπάρχουν δύο απόψεις για την κρίση που άρχισε το 1973. Ήταν αποτέλεσμα των τιμών του πετρελαίου, με άλλα λόγια, αποτέλεσμα ενός εξωτερικού παράγοντα που επιβλήθηκε από του παραγωγούς πετρελαίου; Ή η πετρελαϊκή κρίση ήταν μόλις η αρχή; Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας βρισκόταν ήδη σε άσχημη κατάσταση το 1973 εξαιτίας επαναλαμβανόμενων εσωτερικών καπιταλιστικών διεργασιών. Των διεργασιών που περιέγραψε ο Καρλ Μαρξ έναν αιώνα πριν. Ο Καρλ Μαρξ μας έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις επαναλαμβανόμενες διεργασίες στον καπιταλισμό. Εξήγησε καθαρά γιατί αυτές οι διεργασίες οδηγούν αναπόφευκτα σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Πράγματι στα θεμέλια του καπιταλισμού υπάρχει μια βασική αντίθεση: τα μέσα παραγωγής (εργοστάσια, πρώτες ύλες…) είναι ιδιόκτητα ενώ η ίδια η παραγωγή ολοένα και κοινωνικοποιείται. Αυτό ισχύει χίλιες φορές περισσότερο σήμερα απ’ ότι στον καιρό του Μαρξ. Οι σύνθετοι μηχανισμοί παραγωγής, που συχνά επεκτείνονται σε όλο τον κόσμο δουλεύουν, για να αποδώσουν κέρδη μονάχα σε λίγους μετόχους. Ο μόνος σχεδιασμός στοχεύει στην υπερνίκηση του ανταγωνισμού. Για να γίνει αυτό πρέπει κανείς να αποκομίζει υψηλότερα κέρδη από τους ανταγωνιστές και να συσσωρεύει όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Αυξάνοντας τους επενδυτικούς ρυθμούς κάθε πλευρά ευελπιστεί να κερδίσει μερίδια της αγοράς σε βάρος των αντιπάλων της. Για να το κατορθώσει, όμως, απαιτείται η μείωση του κόστους παραγωγής (μείωση των μισθών) και η συνεχής ορθολογικοποίησή του, έτσι ώστε να παράγονται περισσότερα με τη χρήση λιγότερης εργασίας. Αυτή η διαδικασία αναπόφευκτα οδηγεί σε κρίσεις υπερπαραγωγής εξαιτίας της αντίθεσης μεταξύ της παραγωγικής ικανότητας και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των ανθρώπων. Να πως τα συνόψισε ο Μαρξ: «Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ν’ αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας»[1]. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του κοινωνικού χάους, όπου κυριαρχεί μοναχά ο νόμος του μέγιστου κέρδους. Η παραγωγή δεν είναι σε καμία περίπτωση οργανωμένη έτσι ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας συνολικά. Μια παρατεταμένη αργή κρίση υπερπαραγωγής Κάθε φορά που υπάρχει υποτροπή οι καπιταλιστές προωθούν τις δικές τους λύσεις και ξέρουν πως μπορούν να υπολογίζουν στη στήριξη και τη βοήθεια του κράτους. Η συνήθης θεραπεία για την κρίση περιλαμβάνει την καταστροφή μέρους της παραγωγικής ικανότητας με το κλείσιμο επιχειρήσεων και την προσωρινή απόλυση εργατών. Μειώνονται οι τιμές και οι μισθοί. Οι μικρότερες και πιο αδύναμες επιχειρήσεις εξαφανίζονται ή εξαγοράζονται από μεγαλύτερες. Αυτό επιτρέπει την αναπροσαρμογή της προσφοράς στη ζήτηση. Αυξάνεται ξανά το ποσοστό κέρδους και ξαναγίνονται χρηματικές επενδύσεις: μπορεί να αρχίσει ένας καινούργιος κύκλος. Σύμφωνα με την περιγραφή του Μαρξ, πρόκειται για μια διαδικασία ανάπτυξης που συνοδεύεται από στασιμότητα, κρίση και ανάκαμψη που συντελείται σε μια περίοδο πέντε έως επτά ετών: ο οικονομικός κύκλος. Ωστόσο, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται μονάχα για μια «απλή» κυκλική ύφεση. Από το 1973 υπήρχαν σκαμπανεβάσματα, οι άνοδοι είναι σύντομοι και οι πτώσεις απότομες. Έχει ξανασυμβεί μια τόσο παρατεταμένη κρίση. Η πρώτη σοβαρή κρίση που επηρέασε τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις ήταν μετά το 1873. Τελείωσε με τη μαζική εξαγωγή κεφαλαίου και σύγκρουση για το μερίδιο των αποικιών που τελικά οδήγησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν το αρχικό στάδιο αυτού που ο Λένιν αποκάλεσε «ιμπεριαλισμό»: το –τελευταίο- στάδιο του καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από τη σύμφυση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου και τη διαίρεση όλου του κόσμου σε αποικίες. Η δεύτερη δομική κρίση συντελέστηκε μετά το κραχ του 1929 και κατέληξε στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Από το 1973, ζούμε την τρίτη δομική κρίση. Ωστόσο, αυτή η κρίση συντελείται σε ιδιαίτερες συνθήκες. Ήδη από το 1975, εφαρμόζονταν σχέδια σταθεροποίησης στο Βέλγιο. Με τη βοήθεια του κράτους έκλεισαν τέσσερις «εθνικές βιομηχανίες» -άνθρακα, χάλυβα, υφαντουργία και βιομηχανία γυαλιού – συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής εθνικοποίησης της χαλυβουργίας. Ένα δεύτερο κύμα σχεδίων εξαπολύθηκε το 1981 υπό την πρώτη κυβέρνηση Martens, όταν σχεδιάστηκαν οι περικοπές των μισθών και των κοινωνικών υπηρεσιών. Το Βελγικό φράγκο υποτιμήθηκε και δεν πραγματοποιήθηκαν τρεις αυξήσεις σε μισθούς μετά από ανόδους του δείκτη των τιμών. Οι κυβερνήσεις διέλυσαν την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα ανεργίας, παρά τις εθνικές απεργίες και τις διαδηλώσεις που αντιτίθονταν σθεναρά σε αυτή. Μόνο το 1989 γίναμε μάρτυρες μιας μικρής ανάκαμψης που είχε κιόλας τελειώσει το 1991. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πήρε τα πράγματα στα χέρια της από το 1985 και ύστερα. Πάρθηκαν πολλά μέτρα: η κοινή αγορά το 1990, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 (και το κοινό νόμισμα), απελευθέρωση του δημόσιου τομέα τη δεκαετία του 90 και η Στρατηγική της Λισσαβόνας το 2000. Στο Βέλγιο, η αντίθεση σε αυτά τα μέτρα εκφράστηκε κύρια μέσα από ένα μεγάλο απεργιακό κύμα ενάντια στο «παγκόσμιο σχέδιο» το 1993, και τις απεργίες ενάντια στο λεγόμενο «σύμφωνο των γενεών» το 2005. Ο ανταγωνιστής-ΗΠΑ ήταν το μοντέλο για όλα τα μέτρα που προωθήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Από την αρχή της κρίσης το 1973 η υπερδύναμη-ΗΠΑ δεν σταμάτησε να αφήνει το βαρύ της αποτύπωμα στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό έγινε ακόμη πιο καθαρό το 1980, όταν το πιο δεξιό και επιθετικό τμήμα της αστικής τάξης των ΗΠΑ κέρδισε την εξουσία υπό την προεδρεία του Ρέιγκαν. Αυτό οδήγησε σε ριζικά μέτρα που θα ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της κρίσης σε όλο τον κόσμο. Εξαιτίας ορισμένων από αυτά τα μέτρα, η κρίση μεταδόθηκε σε άλλες χώρες. Άλλα μέτρα προσωρινά επιβράδυναν την κρίση και τόνωσαν τεχνητά την παγκόσμια οικονομία. Αυτό εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη κρίση ήταν τόσο σύνθετη. Οι λύσεις που προσέφεραν τότε οι ΗΠΑ είναι η αιτία της σημερινής χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Η συνόψιση αυτών των λύσεων θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο σοβαρή είναι στην πραγματικότητα η κρίση και γιατί η μόνη διέξοδος από αυτή την καθυστερημένη κρίση υπερπαραγωγής βρίσκεται μέσα από τη μαζική καταστροφή κεφαλαίου.
Ο Jo Cottenier είναι συγγραφέας του βιβλίου «La Société Générale 1822 – 1992» (μαζί με τους Patrick De Boosere και Thomas Gounet) EPO, 1989 και του «Le temps travaille pour nous» (Ο χρόνος δουλεύει για μας) (μαζί με τον Kris Hertogen) EPO, 1991. Είναι μέλος του Γραφείου του Εργατικού Κόμματος Βελγίου.