Γράφει ο Π. Καψής
Μπροστά σε ένα σταυροδρόμι κρίσιμων αποφάσεων αλλά και αναπόφευκτων ανακατατάξεων βρίσκεται ο τομέας των μέσων ενημέρωσης και ειδικότερα των εφημερίδων στην Ελλάδα.Ο συνδυασμός αυτού που ονομάζουμε κρίση του Τύπου με την οικονομική κρίση...
έχει προκαλέσει ασφυκτικές πιέσεις σε όλα τα Μέσα και έχει οδηγήσει σε οικονομικά αποτελέσματα που πολύ απλά δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν.Και μιλάμε για ορίζοντα μηνών, αν όχι εβδομάδων. Ηδη πολλές εφημερίδες έχουν υποθηκεύσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους και πληρώνουν τους μισθούς με δανεικά την ίδια στιγμή που οι τράπεζες αρνούνται να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση. Για πόσο καιρό ακόμη μπορεί να συνεχιστούν έτσι τα πράγματα; Δυστυχώς οι παράγοντες που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν για να βρεθούν λύσεις κοιμούνται ύπνο βαθύ. Η κυβέρνηση όχι απλώς δεν έχει πολιτική αλλά ουσιαστικά αγνοεί και την ύπαρξη του προβλήματος. Μέσα στη σύγχυση των αρμοδιοτήτων κατάφερε να μην υπάρχει κανείς που να ασχολείται με το ζήτημα. Ετσι την ίδια στιγμή που σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία γίνονται παρεμβάσεις με στόχο όχι μόνο την οικονομική ενίσχυση αλλά και την αύξηση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, ιδίως μεταξύ των νέων, στην Ελλάδα η πολιτεία είναι απλός θεατής. Πράγμα παράδοξο, ιδίως αν ληφθούν υπ΄ όψιν οι θέσεις - όλων των κομμάτων- για τη σημασία που έχει η ενημέρωση στην αποτελεσματική λειτουργία της Δημοκρατίας. Η θέση αυτή δεν έχει πια φιλολογικό χαρακτήρα. Το άνοιγμα του Ιnternet και η άσχημη οικονομική κατάσταση πολλών Μέσων έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για νέους παίκτες αποφασισμένους να λειτουργήσουν με τελείως διαφορετικούς όρους, και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εργασίας αλλά και την παραγωγή των ειδήσεων. Από την άλλη πλευρά οι εργαζόμενοι διά των συνδικαλιστικών εκπροσώπων τους κινούνται στην καλύτερη περίπτωση με ανακλαστικά άλλων εποχών και στη χειρότερη με βάση ένα στενό παραταξιακό κομματικό συμφέρον που θεωρεί την κρίση ευκαιρία για να πληγούν κάποιοι και να αναρριχηθούν άλλοι. Ενα καλό παράδειγμα έδωσε η προχθεσινή απεργία που κήρυξε η διοίκηση της Ενωσης Συντακτών ερήμην των εργαζομένων στις εφημερίδες. Οταν έπειτα από ασφυκτικές πιέσεις των εργαζομένων έγιναν γενικές συνελεύσεις των δημοσιογράφων, η απόφαση των συνδικαλιστών για απεργία αποδοκιμάστηκε με συντριπτικά ποσοστά- της τάξεως του 70%. Για πολλούς λόγους αλλά και γιατί σε τελευταία ανάλυση ο καθένας καταλαβαίνει ότι όσες απεργίες και αν γίνουν τα οικονομικά προβλήματα δεν θα λυθούν, αντιθέτως θα οξυνθούν και μπορεί να οδηγήσουν σε διακοπή της λειτουργίας Μέσων που κάτω από άλλες συνθήκες μπορούν ίσως να διασωθούν. Οι τυφλές συγκρούσεις- συγκρούσεις, δηλαδή, που δεν δίνουν προοπτικές ρεαλιστικών λύσεων- λειτουργούν πάντα εις βάρος των εργαζομένων. Είναι ενδεικτικό ότι αυτό ακριβώς έχει ήδη γίνει με εφημερίδες που έκλεισαν, απέλυσαν όλο τους το προσωπικό για να ξανανοίξουν αργότερα με πολύ λιγότερους και χαμηλότερα αμειβόμενους δημοσιογράφους. Οι λίγες καινούργιες που ανοίγουν έχουν και αυτές το ένα τρίτο του προσωπικού, το οποίο συχνά δουλεύει ταυτόχρονα σε εφημερίδα, ραδιόφωνο και Ιnternet. Οσο για τις ίδιες επιχειρήσεις του Τύπου βρίσκονται μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Από τη μία πλευρά είναι τα αδυσώπητα οικονομικά δεδομένα. Με μείωση των εσόδων από την κυκλοφορία της τάξεως του 20% και της διαφήμισης 25%, τα ελλείμματα έχουν εκτιναχθεί. Από την άλλη πλευρά, όμως, η απήχηση των Μέσων και μάλιστα των παραδοσιακών εφημερίδων έχει εκτοξευθεί. Κάθε μέρα «Το Βήμα», για παράδειγμα, πουλάει 6.000 φύλλα, το διαβάζουν όμως στο Ιnternet 70.000 διαφορετικοί αναγνώστες, ενώ τα άρθρα του αλλά και αυτούσιες σελίδες του αναπαράγονται (παράνομα) από δεκάδες ιστοσελίδες σε όλη την Ελλάδα! Δυστυχώς αυτή η αυξημένη απήχηση δεν μεταφράζεται και σε αυξημένα έσοδα. Η διαφήμιση στο Ιnternet παραμένει πολύ μικρή, ενώ ως σήμερα δεν έχει βρεθεί αποτελεσματικός τρόπος οι εφημερίδες να δίνονται ηλεκτρονικά με μικρή έστω συνδρομή. Αντιθέτως, η δωρεάν πρόσβαση υπονομεύει τελικώς και τις κυκλοφορίες των έντυπων εκδόσεων, ιδίως μεταξύ των νέων, που είναι και πιο εξοικειωμένοι με τα νέα Μέσα. Τι πρόκειται, λοιπόν, να γίνει; Η πρώτη άμεση παρενέργεια της κρίσης θα είναι αποφάσεις για δραματικές περικοπές στο κόστος. Και αυτό θα γίνει είτε με οργανωμένο τρόπο και με προσπάθεια να ελαχιστοποιηθούν οι κοινωνικές επιπτώσεις είτε άναρχα με συγκρούσεις, κλεισίματα εφημερίδων και χρεοκοπίες. Θα μπορούσε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο; Δυστυχώς, όχι. Γιατί οι τράπεζες δεν δανείζουν άλλο και γιατί κανείς δεν θα βάλει κεφάλαια σε επιχειρήσεις που γνωρίζει ότι μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο θα τα έχουν εξανεμίσει. Εκτός αν θέλει να ξεπλύνει μαύρο χρήμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο περιορισμός του κόστους έχει ήδη γίνει σε ορισμένα Μέσα με ή χωρίς την ανοχή των συνδικάτων. Ετσι αυτές που έχουν κυρίως το πρόβλημα είναι περισσότερο οι παραδοσιακές επιχειρήσεις που αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στις περικοπές μόνο και μόνο για να βρεθούν σήμερα να ανταγωνίζονται τους υπόλοιπους από μειονεκτική θέση. Αυτός ο περιορισμός των εξόδων δεν πρόκειται φυσικά να εξαλείψει τα ελλείμματα. Θα τα κάνει ωστόσο διαχειρίσιμα, έτσι ώστε σε ένα- δύο χρόνια, όταν θα ζωντανέψει η οικονομία, τα μέσα ενημέρωσης να ξαναγίνουν οικονομικά βιώσιμα. Προφανώς η μεγάλη πρόκληση για τις εφημερίδες δεν είναι να περικόψουν τα έξοδά τους αλλά να μπορέσουν να αναπτυχθούν μέσα στο καινούργιο τοπίο της ενημέρωσης. Σχέδια υπάρχουν πολλά και ο περιορισμός των εξόδων είναι συνυφασμένος με νέους τρόπους οργάνωσης που θα ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της νέας εποχής. Δυστυχώς, όσο και αν έχουμε ανάγκη να μη ζούμε σε καθεστώς αβεβαιότητας, κανείς δεν γνωρίζει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς πού θα βρισκόμαστε σε μερικά χρόνια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι για να αναπτυχθούμε στο μέλλον θα πρέπει να επιβιώσουμε στο παρόν!